θαλερός

θαλερός
θᾰλερός, ά, όν, ([etym.] θάλλω, θᾰλεῖν)
A stout, sturdy, buxom, in Hom. of persons, θ. αἰζηοί, πόσις, παρακοίτης, Il.3.26, 8.190, 6.430, cf. Pi.N. 1.71;

γόνος h.Ven.104

;

τοκεύς Hes.Th.138

.
2 blooming, fresh, θ. γάμος the marriage of a youthful pair, Od.6.66, 20.74;

Ὀϊκλῆος θ. λέχος εἰσαναβᾶσα Hes.Cat.Oxy.2075.25

;

θαλερὸς ἥβης χρόνος E.El. 20

;

πρωθήβης ἔαρος θαλερώτερος Alex.Aet.3.7

; of plants,

ἀμάρακος Chaerem.14.16

;

ἄνθεον IG12(7).410.17

([place name] Amorgos).
II of parts of the body, stout, sturdy,

μηρώ Il.15.113

; χαίτη luxuriant mane,
17.439; θ. ἀλοιφή rich fat, Od.8.476: hence generally, θ. κατὰ δάκρυ χέουσα shedding big tears, Il.6.496, cf. 24.9, 794, etc.;

θ. δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ 2.266

;

θαλερώτερα δάκρυα Mosch.4.56

(so

θαλερώτερον ἔκλαεν Theoc.14.32

); θ. γόος the thick and frequent sob, Od.10.457; θ. φωνή strong voice, Il.17.696, al.; μῦθοι impassioned, torrential, A.R.4.1072; θαλερώτερον πνεῦμα a more genial wind, dub. in A.Th.707 (lyr.); θαλερὸν πνεῦμα thick, i.e. laboured or rapid, breathing, v.l. for θολερὸν πν. in Hp.Prorrh.1.39, cf. Gal.16.596; θ. ὕπνος deep sleep, E.Ba. 692.
2 later θ. πρόσωπον, glossed by εὐεκτικὸν καὶ εὔχρουν, Gal. 16.596; τὸ σῶμα τοῦ ζῴου, μέχρι μὲν ἔμπνουν ἐστὶ καὶ θ. Plu.2.955c, cf. E.Supp.62 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαλερός — stout masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλερός — ή, ό και ά, ό (AM θαλερός, ά, όν) 1. αυτός που θάλλει, ο ανθηρός («θαλερό φυτό») 2. ο γεμάτος ζωντάνια, ο ζωηρός, ο ακμαίος (α. «θαλερά γηρατειά» β. «θαλερός πόσις εὔχομαι εἶναι», Ομ. Ιλ.) μσν. νεαρός αρχ. 1. γενναίος, ρωμαλέος 2. πυκνός, άφθονος …   Dictionary of Greek

  • θαλερός — ή, ό 1. ανθηρός, δροσερός: Θαλερή φύση. – Θαλερό δέντρο. 2. ακμαίος, σφριγηλός: Θαλερά νιάτα. – Παρά την ηλικία του είναι ακόμη θαλερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλερά — θαλερός stout neut nom/voc/acc pl θαλερά̱ , θαλερός stout fem nom/voc/acc dual θαλερά̱ , θαλερός stout fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλερώτερον — θαλερός stout adverbial comp θαλερός stout masc acc comp sg θαλερός stout neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλερῶν — θαλερός stout fem gen pl θαλερός stout masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλερόν — θαλερός stout masc acc sg θαλερός stout neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλεραῖς — θαλερός stout fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλεραί — θαλερός stout fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλεροῖο — θαλερός stout masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλεροῖς — θαλερός stout masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”